αποζεύγνυμι

αποζεύγνυμι
βλ. αποζεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποζεύω — (Μ ἀποζεύω Α ἀποζεύγνυμι κ. γνύω) ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγό αρχ. 1. διαχωρίζω 2. ( μαι) αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι 3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» σταμάτησα να περπατώ …   Dictionary of Greek

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”